Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Ο παππούς και η γιαγιά είπαν ή Το Καλό και το Κακό κορίτσι (Πομακικό παραμύθι)

Landscape with a Mill, Michel Georges.

Ζούσε μια φορά ένας άνδρας και μια γυναίκα και είχαν ένα κορίτσι. Η γυναίκα πέθανε νέα και το κοριτσάκι έμεινε ορφανό, αλλά ο άνδρας αναγκάστηκε να παντρευτεί άλλη γυναίκα. Η άλλη γυναίκα είχε και αυτή ένα κορίτσι που το έλεγαν Εμινέ. Αγαπούσε μόνο το δικό της κορίτσι, την Εμινέ, αλλά το άλλο το βασάνιζε και το έβαζε να κάνει όλες τις βαριές δουλειές.



Μια μέρα έστειλε την Εμινέ στο μύλο ν’ αλέσει αλεύρι κι είπε στην ψυχοκόρη της να ετοιμάζεται για να πάει αυτή ν’αλέσει τη νύχτα. Κατάλαβε τότε το κακόμοιρο το κορίτσι πως η μητριά της ήθελε να της κάνει κακό, γιατί όλοι έλεγαν πως στο μύλο τη νύχτα έβγαιναν φαντάσματα. Φοβισμένο τράβηξε για τη γιαγιά του να ρωτήσει τι να κάνει. «Τι να κάνω, γιαγιά, με στέλνει στο μύλο τη νύχτα, για να με φαν τα φαντάσματα», της είπε κλαίγοντας. «Μη φοβάσαι, ψυχούλα μου», καθησύχασε η γιαγιά την εγγονούλα της, «θα σου δώσω έναν κόκορα και, μόλις τ’ ακούσεις να’ρχονται, θα τον χτυπήσεις τρεις φορές. Τα φαντάσματα θα ακούσουν τον κόκορα και θα φύγουν, γιατί φοβούνται το λάλημά του». Της έδωκε ύστερα την ευχή της και τον πετεινό σ’ένα καλαθάκι και το κορίτσι έφυγε.

Και πραγματικά, μόλις νύχτωσε, την έστειλε η μητριά της στο μύλο. Πήρε κείνη το σακί της με το καλαμπόκι, πήρε και το καλαθάκι της με τον κόκορα και κίνησε. Σαν έφτασε στο μύλο, έριξε το καλαμπόκι της γι’ άλεσμα και περίμενε να έρθουν τα φαντάσματα. Και τα μεσάνυχτα άκουσε παράξενες φωνές κι ένιωσε τα ξωτικά να σιμώνουν στο μύλο. Κατάλαβαν και κείνα, μόλις μπήκαν, πως έχει άνθρωπο κει μέσα κι αρχίνησαν να ψάχνουν. Χτυπάει τότε το κορίτσι τον κόκορα μια και μια κι άλλη μια και κείνος λάλησε τρεις φορές. Tα ξωτικά τρόμαξαν και κίνησαν να φύγουν, μα προτού φύγουν βρήκαν το κορίτσι και το στόλισαν με φλουριά κι άλλα πλουμίδια ακριβά.


Σε λίγο ξημέρωσε και το κορίτσι με τ’ αλέτρι στο σακί και τα πλουμίδια στο λαιμό πήρε το δρόμο και γύρισε στο χωριό. Λύσσαξε η μητριά κι η θυγατέρα της, σαν την είδαν από μακριά να γυρνάει πίσω ζωντανή. Μα, σαν έφτασε στο σπίτι το κορίτσι κι είδαν και τα φλουριά με τα πλουμίδια, λύσσαξαν πια κι απ’ τη ζήλια τους. Ρώτησαν το τι και πώς και, σαν άκουσαν πως τα ’δωσαν τα ξωτικά, δεν χάνουν καιρό και παίρνουν την απόφαση: «Απόψε θα πάει στο μύλο η Εμινέ». Κι έτσι σα νύχτωσε παίρνει η Εμινέ το σακί της με το καλαμπόκι, παίρνει μαζί της κι ένα γατί και κινάει για το μύλο.


Σαν έφτασε, ρίχνει το καλαμπόκι της γι’ άλεσμα και περιμένει σε μια γωνιά. Και πράγματι κατά τα μεσάνυχτα ακούει παράξενες φωνές, και βλέπει σε λίγο τα ξωτικά να χυμάν στο μύλο. Αρχίνησε τότε να χτυπάει το γατί κι εκείνο να φωνάζει, μα τα ξωτικά αντίς να φοβηθούν αγρίεψαν πιότερο κι όρμηξαν στην Εμινέ και την ξέσκισαν.

Σαν έφεξε η μέρα, βγήκε η μάνα της Εμινέ στην πόρτα και την καρτέραγε να γυρίσει. Μα ο ήλιος ψήλωνε κι η Εμινέ δεν έλεγε να φανεί. Άρχισαν να τη ζώνουν τα φίδια τότε την κακιά γυναίκα και μια και δυο πήρε το δρόμο για το μύλο να ψάξει το δρόμο για τη θυγατέρα της. Σαν έφτασε στο μύλο και δεν τη βρήκε κει πέρα αρχίνησε να σκούζει: «Μίνκα! Μίνκα! Μίνκα!». Κι άκουσε τότε τα ξωτικά ν’ αποκρίνονται: «Της Εμινέ τα έντερα είναι σ’ ένα παλούκι κρεμασμένα».

......................................................................................................................................................

Το συγκεκριμένο παραμύθι ανήκει στον παραμυθιακό τύπο ΑΤ480. Πρόκειται για ένα μεγάλο κύκλο παραμυθιών που έχουν ως θέμα την αδελφική ή τη γυναικεία αντιζηλία σε συνδυασμό με το μοτίβο της καταδιωγμένης κόρης. Απαντάται δε σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο, στην Ευρώπη, τη Νοτιοανατολική Ασία, τη Βόρεια και την Κεντρική Αφρική, τη Βόρεια και Νότια Αμερική, σε τρεις ξεχωριστές φυλές Ινδιάνων, στη Λουϊζιάνα, τον Καναδά, και τις Δυτικές Ινδίες (Αγγελοπούλου-Μπρούσκου, 1999, σελ. 956).

Το παραμυθιακό αυτό θέμα υπάρχει και στη συλλογή των αδερφών Γκριμ: η περιφρονημένη νεότερη αδερφή, ετεροθαλής τι περισσότερες φορές, γνέθει πλάι στο πηγάδι και της πέφτει η σαΐτα μέσα. Αφού αναγκάζεται από τη μητριά να πέσει μέσα στο πηγάδι για να τη βρει, εκεί βρίσκεται σε έναν άλλο κόσμο όπου προσφέρει τις υπηρεσίες της σε διάφορα ζώα και αντικείμενα. Τέλος, συναντα μια μάγισσα και της κάνει τα θελήματα, και εκείνη την ανταμείβει με χρυσάφι. Γυρνάει λοιπόν η κοπέλα φορτωμένη στο σπίτι της, και η κακή αδερφή αποφασίζει να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Επειδή όμως αρνείται να εκτελέσει τα θελήματα, παίρνει ένα καλάθι φωτιά ή σκοτώνεται (Αγγελοπούλου- Μπρούσκου, 1999, σελ. 957).  

Σύμφωνα με τον St. Thompson, το παραμύθι αυτό παρουσιάζει μια ιδιαίτερη ανάπτυξη στην Ανατολική Ευρώπη. Σ΄ αυτήν αναφέρεται πως ο διάβολος προσπαθεί να μπει σε ένα σπίτι, αλλά, με τη συμβουλή φιλικών ζώων, το καλό κορίτσι τον καθυστερεί ζητώντας να της φέρει διάφορα πράγματα, ώσπου η νύχτα περνά και ο διάβολος είναι αναγκασμένος να εξαφανιστεί. Στις ελληνικές παραλλαγές, το παραμύθι παίρνει τη μορφή μιας παράδοσης που σχετίζεται με τις δοξασίες για τα πλάσματα που επισκέπτονται τους ανθρώπους τη χρονική περίοδο από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, του καλλικάντζαρους: μια μητριά στέλνει την όμορφη προγονή της (ή κόρη της) στο μύλο τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου για να την πάρουν οι καλλικάντζαροι. Ακολουθώντας τις συμβουλές διάφορων ζώων που έχει περιποιηθεί, η ηρωίδα ζητά από τους καλλικάντζαρους, που θέλουν να την πάρουν νύφη, διάφορα πράγματα ή τους καθυστερεί ζητώντας να της πουν "του λιναριού τα πάθη". Φτάνει έτσι το ξημέρωμα και οι καλλικάντζαοι αναγκάζονται να φύγουν. Η κοπέλα το σκάει από το μύλο κρυμμένη στο κατωσάμαρο του ζώου, οι καλλικάντζαροι την κηνυγούν, αλλά τους διώχνουν οι χωριανοί με αναμμένα δαυλιά που τόσο φοβούνται (Αγγελοπούλου- Μπρούσκου, 1999, σελ. 957).

Το θέμα της ανταμοιβής της καλής και της τιμωρίας της κακιάς συναντάται και σε μια ομάδα ελληνικών παραμυθιών, όμως αυτή τη φορά δεν πρόκειται για νεαρά κορίτσια αλλά για δύο γριές από τις οποίες η μια επαινεί τους 12 μήνες που τη γεμίζουν δώρα, ενώ η άλλη τους κατηγορεί και για τιμωρία της δίνουν ένα σακούλι φίδια που την κατασπαράζουν. Είναι τόσο διαδεδομένη η ιστορία αυτή στην Ελλάδα, ώστε ο Warren Roberts, ο οποίος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον τύπο 480, τη θεωρεί ελληνικό οικότυπο (Αγγελοπούλου-Μπρούσκου, 1999, σελ. 958).

 Άννα Αγγελοπούλου, Αίγλη Μπρούσκου, "Επεξεργασία Παραμυθιακών Τύπων και Παραλλαγών, ΑΤ 300-499", τ. Β', Εκδόσεις Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1999.
Αλή Ρόγγο, "Παραμύθια και Τραγούδια των Πομάκων της Ορεινής Ξάνθης", εδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2005.
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου